καταφυγή

καταφυγή
καταφυγή
place of refuge
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταφυγῇ — καταφυγή place of refuge fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφυγή — ἡ (AM καταφυγή) [καταφεύγω] 1. το να καταφεύγει κάποιος κάπου ή σε κάποιον για ασφάλεια ή αναζήτηση προστασίας 2. έκκληση, επίκληση 3. ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια ή σωτηρία, καταφύγιο|| νεοελλ. φρ. ναυτ. «αγκυροβόλια… …   Dictionary of Greek

  • καταφυγή — η το να καταφεύγει κανείς κάπου, καταφύγιο: Ζήτησε καταφυγή στην Αγγλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφύγῃ — καταφεύγω flee for refuge aor subj mp 2nd sg καταφεύγω flee for refuge aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφύγηι — καταφύγῃ , καταφεύγω flee for refuge aor subj mp 2nd sg καταφύγῃ , καταφεύγω flee for refuge aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφυγαῖς — καταφυγή place of refuge fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφυγαί — καταφυγή place of refuge fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφυγῆς — καταφυγή place of refuge fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφυγήν — καταφυγή place of refuge fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφυγῶν — καταφυγή place of refuge fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”